- φοιβαστικός
- -ή, -όν, Α [φοιβάζω]1. αυτός που εμπνέεται από τον Φοίβο, προφητικός2. φρ. «φοιβαστικὸς χρησμῶν» — αυτός που χρησμοδοτεί (Πλούτ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φοιβαστικοί — φοιβαστικός like inspiration masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοιβαστικούς — φοιβαστικός like inspiration masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοιβαστικήν — φοιβαστικός like inspiration fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)